- χαλάρωση
- Όρος της οικονομολογίας με τον οποίο χαρακτηρίζεται η ανακοπή της παραγωγικής δραστηριότητας που προκαλείται από πρόσκαιρη ανισορροπία μεταξύ των βασικών παραγόντων του οικονομικού συστήματος. Η χ. παρατηρείται συνήθως όταν η παραγωγή, η απασχόληση και η κατανάλωση τείνουν να αυξηθούν, αλλά παρουσιάζουν διαφορετικούς ρυθμούς αύξησης. Τότε μπορούμε να παρατηρήσουμε π.χ. ένα ρήγμα μεταξύ της ζήτησης αγαθών και της παραγωγής, ή μεταξύ της ανάγκης των βιομηχανιών και της προσφοράς εργατικού δυναμικού. Το γεγονός οδηγεί σε επιβράδυνση της παραγωγικής δραστηριότητας που μπορεί να καταλήξει σε πραγματική ύφεση, αλλά και που μπορεί συχνά και να εξουδετερωθεί με την αναδιαρρύθμιση του οικονομικού συστήματος.
* * *η, Ν1. το να είναι χαλαρό κάτι («χαλάρωση τών δεσμών»)2. (κυριολ. και μτφ.) έλλειψη συνοχής ή στενής σύνδεσης τών μερών ενός όλου (α. «χαλάρωση τών εξαρτημάτων τής μηχανής» β. «χαλάρωση τού νοήματος»)3. μτφ. κάμψη, ύφεση, έλλειψη έντασης (α. «χαλάρωση τής προσπάθειας» β. «χαλάρωση τής διεθνούς έντασης»)4. (για νόμισμα και χρηματιστηριακές αξίες) υποβιβασμός, υποτίμηση5. (για ήθη) έκλυση («χαλάρωση τής ηθικής»)6. ιατρ. θεραπευτική μέθοδος εφαρμοζόμενη συνειδητά από το ίδιο το ενδιαφερόμενο άτομο, με σκοπό τον έλεγχο τής τάσης τών γραμμωτών μυών και, μέσω αυτού, τού τρόπου συναισθηματικής αντίδρασής του7. (χημ.-φυσ.) κάθε φαινόμενο που συνδέεται με την καθυστέρηση η οποία υπάρχει ανάμεσα στην εφαρμογή μιας εξωτερικής τάσης σε ένα σύστημα και στην ανταπόκριση τού συστήματος σε αυτήν8. φρ. α) «θερμική χαλάρωση»φυσ. η διεργασία μετάβασης ενός συστήματος προς την κατάσταση θερμικής ισορροπίας του μέσω ανταλλαγών θερμότητας ανάμεσα στα διάφορα μέρη και ανάμεσα στο σύστημα και το περιβάλλον του, που δρα ως θερμοστάτηςβ) «ταλάντωση χαλάρωσης»φυσ. περιοδική μεταβολή ενός φυσικού συστήματος, κάθε κύκλος τής οποίας αποτελείται από δύο διακεκριμένες φάσεις διαφορετικής διάρκειαςγ) «χρόνος χαλάρωσης»(χημ.-φυσ.) το χαρακτηριστικό χρονικό διάστημα που απαιτείται για να περιέλθει ένα σύστημα σε νέα κατάσταση ισορροπίας, όταν για οποιονδήποτε λόγο η αρχική ισορροπία του διαταράσσεται, ή για να επανέλθει στην αρχική κατάσταση ισορροπίας όταν η διαταραχή αίρεται απότομα.[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλαρώνω. Η λ., στον λόγιο τ. χαλάρωσις, μαρτυρείται από το 1847 στον Ιω. Πύρλα].
Dictionary of Greek. 2013.